- ορνιθολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορνιθολογία.επίρρ...ορνιθολογικώς. με ορνιθολογικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.